- γραμματοσημοσυλλέκτης
- ο , γραμματοσημοσυλλέκτρια η коллекционер марок, филателист, -ка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γραμματοσημοσυλλέκτης, ο — και γραμματοσυλλέκτης θηλ. ρια αυτός που συλλέγει γραμματόσημα, ο φιλοτελιστής: Στο παρελθόν ήταν μανιακός γραμματοσημοσυλλέκτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραμματοσημοσυλλέκτης — ο (θηλ., συλλέκτρια, η) αυτός που συλλέγει γραμματόσημα, ο φιλοτελιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γραμματόσημο + συλλέκτης. Η λ. γραμματοσημοσυλλέκται μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
γραμματοσυλλέκτης — ο 1. αυτός που συλλέγει τις επιστολές από τα γραμματοκιβώτια 2. ο γραμματοσημοσυλλέκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα ( ατος) + συλλέκτης. Η λ. γραμματοσυλλέκται μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek